- ξινόγλυκος
- η , ο кисло-сладкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξινόγλυκος, -η — και ια, ο ο ξινός και γλυκός μαζί: Μήλα ξινόγλυκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξινόγλυκος — η, ο γλυκός και ταυτόχρονα ξινός … Dictionary of Greek
οξυνόγλυκος — ὀξυνόγλυκος, ον (Μ) (εσφ. γρ < ρ.) οξινόγλυκος, ξινόγλυκος … Dictionary of Greek
οξύγλυκος — η, ο (Α ὀξύγλυκος, ον) ξινόγλυκος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξυγλυκον ποτό από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γλυκός] … Dictionary of Greek
οξύγλυκυς — ὀξύγλυκυς, γλύκεια, υ, θηλ. και υς (Α) 1. ξινός και γλυκός ταυτόχρονα, ξινόγλυκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύγλυκυ ποτό από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γλυκύς] … Dictionary of Greek